Μία σημαντική απόφαση ελήφθη απο το τοπικό Δικαστήριο της Βαϊμάρης, η οποία με εύκολο τρόπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώς “πρότυπο” σε αντίστοιχες δίκες στην Ελλάδα.
Μια πολύ καλή μετάφραση της απόφασης στα Αγγλικά θα βρείτε εδώ
Σας παραθέτουμε μία ανάλυση της απόφασης με τα χαρακτηριστικότερα αποσπάσματα και τις δηλώσεις του δικαστή.
Στις 8 Απριλίου 2021, το Δικαστήριο της Βαϊμάρης αποφάνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες (Ref.: 9 F 148/21) ότι απαγορεύεται σε δύο σχολεία της Βαϊμάρης να απαιτούν από τους μαθητές να φορούν καλύμματα στόματος-μύτης(MNB-έτσι ονομάζονται επισήμως οι μάσκες στην Γερμανία) κάθε είδους (ιδίως αναγνωρισμένες μάσκες όπως οι μάσκες FFP2), να συμμορφώνονται με τις ελάχιστες αποστάσεις AHA(έτσι ονομάζεται…χαριτωμένα ο κανόνας Abstand, Hygiene-Maßnahmen, Alltagsmaske -απόσταση, υγιεινή και μάσκες) και/ή να συμμετέχουν σε ταχείες δοκιμές SARS-CoV-2.
Ταυτόχρονα, το δικαστήριο αποφάσισε ότι η διδασκαλία στην τάξη πρέπει να διατηρηθεί (πλήρες κείμενο της απόφασης που περιλαμβάνει τρεις εκθέσεις εμπειρογνωμόνων). Για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου στοιχεία σχετικά με την επιστημονική λογική και αναγκαιότητα των προβλεπόμενων μέτρων κατά του covid. Οι πραγματογνώμονες ήταν η ειδικός υγιεινής Prof. Dr. med Ines Kappstein, ο ψυχολόγος Prof. Dr. Christof Kuhbandner και ο βιολόγος Prof. Dr. rer. biol. hum. Ulrike Kämmerer.
Η δικαστική διαδικασία ξεκίνησε με βάση τη λεγόμενη διαδικασία προστασίας του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 1666 παράγραφοι 1 και 4 του γερμανικού αστικού κώδικα (BGB), την οποία είχε κινήσει μια μητέρα για τους δύο γιους της, ηλικίας 14 και 8 ετών αντίστοιχα, στο τοπικό Δικαστήριο. Η μητέρα υποστήριξε ότι τα παιδιά της υπέστησαν σωματική, ψυχολογική και παιδαγωγική βλάβη, χωρίς αυτό να αντισταθμίζεται από οποιοδήποτε όφελος για τα παιδιά ή τρίτους. Ταυτόχρονα, κάτι τέτοιο θα παραβίαζε πολλά δικαιώματα των παιδιών και των γονέων τους σύμφωνα με το νόμο, το σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις.
Η διαδικασία του άρθρου 1666 του Αστικού Κώδικα μπορεί να κινηθεί αυτεπαγγέλτως τόσο με πρόταση οποιουδήποτε προσώπου όσο και χωρίς τέτοια πρόταση, εάν το δικαστήριο κρίνει ότι η παρέμβαση είναι αναγκαία για λόγους που αφορούν την ευημερία του παιδιού, άρθρο 1697α του Αστικού Κώδικα.
Μετά την εξέταση της πραγματικής και νομικής κατάστασης και την αξιολόγηση των γνωμοδοτήσεων των εμπειρογνωμόνων, το Δικαστήριο της Βαϊμάρης(για οικογενειακές υποθέσεις) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα (που πλέον απαγορεύονται), συνιστούν παρόντα κίνδυνο για την πνευματική, σωματική ή ψυχολογική ευημερία του παιδιού σε τέτοιο βαθμό ώστε, σε περίπτωση περαιτέρω εξέλιξης χωρίς παρέμβαση, να μπορεί να προβλεφθεί με μεγάλη βεβαιότητα σημαντική βλάβη.
Ο δικαστής δήλωσε: Ένας τέτοιος κίνδυνος υπάρχει εδώ. Διότι τα παιδιά δεν κινδυνεύουν μόνο ως προς την πνευματική, σωματική και ψυχολογική τους υγεία από την υποχρέωση να φορούν μάσκες προσώπου κατά τη διάρκεια των σχολικών ωρών και να κρατούν αποστάσεις μεταξύ τους και από άλλα πρόσωπα, αλλά έχουν ήδη υποστεί βλάβη. Ταυτόχρονα, παραβιάζονται πολλά δικαιώματα των παιδιών και των γονέων τους που απορρέουν από το νόμο, το σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις.
Αυτό ισχύει ιδίως για το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στη σωματική ακεραιότητα από το άρθρο 2 του βασικού νόμου, καθώς και για το δικαίωμα από το άρθρο 6 του βασικού νόμου στην ανατροφή και τη φροντίδα από τους γονείς (επίσης όσον αφορά τα μέτρα υγειονομικής περίθαλψης και τα “αντικείμενα” που πρέπει να μεταφέρουν τα παιδιά)…
Η απόφαση του δικαστή επιβεβαιώνει την εκτίμηση της μητέρας: “Τα παιδιά έχουν υποστεί σωματική, ψυχολογική και παιδαγωγική βλάβη και τα δικαιώματά τους παραβιάζονται χωρίς κανένα όφελος για τα ίδια τα παιδιά ή για τρίτους”.
Σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, οι διευθυντές των σχολείων, οι καθηγητές και άλλοι δεν μπορούσαν να επικαλεστούν τις διατάξεις του κρατικού δικαίου στις οποίες βασίζονταν τα μέτρα, διότι ήταν αντισυνταγματικές και συνεπώς άκυρες. Αιτιολογία: Παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας που εδράζεται στο κράτος δικαίου (άρθρα 20, 28 του βασικού νόμου).
“Σύμφωνα με την αρχή αυτή, που αναφέρεται επίσης ως απαγόρευση της υπερβολής, τα μέτρα που προορίζονται για την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού πρέπει να είναι κατάλληλα, αναγκαία και αναλογικά με τη στενή έννοια – δηλαδή, όταν σταθμίζονται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που επιτυγχάνονται με αυτά. Τα μέτρα που δεν είναι τεκμηριωμένα, κατά παράβαση του άρθρου 1 παράγραφος 2 του IfSG, είναι ήδη ακατάλληλα για την επίτευξη του θεμελιωδώς νόμιμου σκοπού που επιδιώκεται με αυτά, να αποφευχθεί η υπερφόρτωση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης ή να μειωθεί η επίπτωση της μόλυνσης από τον ιό SARS-CoV-2. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, είναι δυσανάλογες με τη στενή έννοια του όρου, διότι τα σημαντικά μειονεκτήματα/παράπλευρες απώλειες που προκαλούνται από αυτές δεν αντισταθμίζονται από κάποιο διακριτό όφελος για τα ίδια τα παιδιά ή για τρίτους“, δήλωσε ο δικαστής.
Διευκρινίζει: “Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι οι εμπλεκόμενοι που θα πρέπει να δικαιολογήσουν την αντισυνταγματικότητα των επεμβάσεων στα δικαιώματά τους, αλλά αντίθετα το ελεύθερο κράτος της Θουριγγίας, το οποίο επεμβαίνει στα δικαιώματα των εμπλεκομένων με τις διατάξεις του κρατικού δικαίου, θα πρέπει να αποδείξει με τα απαιτούμενα επιστημονικά στοιχεία ότι τα μέτρα που προβλέπει είναι κατάλληλα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και ότι είναι, αν χρειαστεί, αναλογικά. Μέχρι στιγμής, αυτό δεν έχει γίνει σε κανένα βαθμό”.
1. Την έλλειψη ωφέλειας από τη χρήση μάσκας και την τήρηση των κανόνων απόστασης για τα ίδια τα παιδιά και τους τρίτους
Κατά την πεποίθηση του δικαστηρίου, ο εμπειρογνώμονας καθηγητής Kappstein, αφού αξιολόγησε ολόκληρη τη διεθνή βάση δεδομένων σχετικά με το θέμα των μασκών, δήλωσε ότι η αποτελεσματικότητα των μασκών για τα υγιή άτομα στο κοινό δεν έχει αποδειχθεί με επιστημονικά στοιχεία. Η απόφαση αναφέρει: “Ομοίως, η “προστασία από τρίτους” και η “απαρατήρητη μετάδοση”, με τις οποίες το RKI(Robert Koch Institut) δικαιολόγησε την “επανεκτίμησή” του, δεν υποστηρίζονται από επιστημονικά στοιχεία. Η αληθοφάνεια, οι μαθηματικές εκτιμήσεις και οι υποκειμενικές εκτιμήσεις σε άρθρα γνώμης δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τις κλινικοεπιδημιολογικές έρευνες με βάση τον πληθυσμό. Οι πειραματικές μελέτες σχετικά με την απόδοση φιλτραρίσματος των μασκών και οι μαθηματικές εκτιμήσεις δεν είναι κατάλληλες για να αποδείξουν την αποτελεσματικότητα στην πραγματική ζωή. Ενώ οι διεθνείς υγειονομικές αρχές υποστηρίζουν τη χρήση μάσκας σε δημόσιους χώρους, λένε επίσης ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για κάτι τέτοιο από επιστημονικές μελέτες. Αντιθέτως, όλα τα διαθέσιμα σήμερα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι οι μάσκες δεν έχουν καμία επίδραση στη συχνότητα των λοιμώξεων. Όλες οι δημοσιεύσεις που αναφέρονται ως αποδεικτικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα των μασκών σε δημόσιους χώρους δεν επιτρέπουν αυτό το συμπέρασμα. Αυτό ισχύει και για τη λεγόμενη μελέτη της Ιένας(Jena), όπως εξηγεί λεπτομερώς ο εμπειρογνώμονας στη γνωμοδότηση. Διότι η μελέτη της Ιένας – όπως και η συντριπτική πλειονότητα των άλλων μελετών, βασίζονται σε μια καθαρά μαθηματική μελέτη εκτίμησης ή μοντελοποίησης που και αυτή βασίζεται σε θεωρητικές παραδοχές χωρίς πραγματική ανίχνευση επαφών, με συγγραφείς από τον τομέα της μακροοικονομίας χωρίς επιδημιολογικές γνώσεις – η καθοριστική επιδημιολογική περίσταση μένει ασχολίαστη. Όπως εξηγεί λεπτομερώς ο εμπειρογνώμονας, ότι οι τιμές των λοιμώξεων είχαν ήδη μειωθεί σημαντικά πριν από την εισαγωγή της υποχρέωσης χρήσης μάσκας στην Ιένα στις 6 Απριλίου 2020 (περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα σε ολόκληρη τη Γερμανία) και ότι δεν υπήρχε πλέον κανένα σχετικό περιστατικό μόλυνσης στην Ιένα ήδη στα τέλη Μαρτίου 2020″.
Οι μάσκες δεν είναι μόνο άχρηστες, αλλά και επικίνδυνες, αποφάνθηκε το δικαστήριο: “Κάθε μάσκα, όπως λέει ο εμπειρογνώμονας, πρέπει να φοριέται σωστά για να είναι καταρχήν αποτελεσματική. Οι μάσκες μπορεί να αποτελέσουν κίνδυνο μόλυνσης εάν αγγιχτούν. Ωστόσο, αφενός δεν φοριούνται σωστά από τον πληθυσμό και αφετέρου αγγίζονται πολύ συχνά με τα χέρια. Αυτό μπορεί να παρατηρηθεί και με τους πολιτικούς που εμφανίζονται στην τηλεόραση. Ο πληθυσμός δεν έχει διδαχθεί να χρησιμοποιεί σωστά τις μάσκες, δεν του έχει εξηγηθεί πώς να πλένει τα χέρια κατά τη διαδρομή ή πώς να κάνει αποτελεσματική απολύμανση των χεριών. Επίσης, δεν εξηγήθηκε γιατί η υγιεινή των χεριών είναι σημαντική και ότι πρέπει να προσέχουμε να μην αγγίζουμε με τα χέρια τα μάτια, τη μύτη και το στόμα. Ο πληθυσμός έμεινε ουσιαστικά μόνος του με τις μάσκες. Ο κίνδυνος μόλυνσης όχι μόνο δεν μειώνεται με τη χρήση της μάσκας, αλλά αυξάνεται από τον εσφαλμένο χειρισμό της μάσκας. Η εμπειρογνώμονας το εκθέτει λεπτομερώς στη γνωμοδότησή της, καθώς και το γεγονός ότι και για ποιους λόγους είναι “μη ρεαλιστικό” να επιτευχθεί ο κατάλληλος χειρισμός των μασκών από τον πληθυσμό”.
Η απόφαση συνεχίζει λέγοντας: “Η μετάδοση του SARS-CoV-2 μέσω “αερολυμάτων”, δηλαδή μέσω του αέρα, είναι ιατρικά απίθανη και επιστημονικά αναπόδεικτη. Αποτελεί μια υπόθεση που βασίζεται κυρίως σε φυσικούς αερολυμάτων οι οποίοι, σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα, είναι κατανοητό ότι δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν ιατρικούς συσχετισμούς από τον τομέα της ειδικότητάς τους. Η θεωρία των “αερολυμάτων” είναι εξαιρετικά επιβλαβής για τη συνύπαρξη των ανθρώπων και οδηγεί στο γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να αισθάνονται ασφαλείς σε οποιονδήποτε εσωτερικό χώρο, ενώ ορισμένοι φοβούνται ακόμη και τη μόλυνση από “αερολύματα” έξω από τα κτίρια. Σε συνδυασμό με την “απαρατήρητη” μετάδοση, η θεωρία του “αερολύματος” σημαίνει ότι κάθε συνάνθρωπος μπορεί να θεωρηθεί ως κίνδυνος μόλυνσης.
Οι αλλαγές στις δηλώσεις της πολιτικής για τις μάσκες, πρώτα μάσκες από ύφασμα το 2020, και στη συνέχεια από τις αρχές του 2021 είτε μάσκες OP είτε μάσκες FFP2, δεν έχουν καμία σαφή γραμμή. Παρόλο που οι μάσκες OP και οι μάσκες FFP είναι και οι δύο ιατρικές μάσκες, έχουν διαφορετικές λειτουργίες και επομένως δεν είναι εναλλάξιμες. Είτε οι ίδιοι οι πολιτικοί που έλαβαν αυτές τις αποφάσεις δεν κατάλαβαν ποιός τύπος μάσκας είναι καταρχήν κατάλληλος, είτε δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτό, αλλά μόνο για τη συμβολική αξία της μάσκας. Από τη σκοπιά του εμπειρογνώμονα, οι αποφάσεις των φορέων χάραξης πολιτικής για τη μάσκα δεν είναι κατανοητές και, για να το θέσουμε ήπια, μπορούν να χαρακτηριστούν ως απίθανες.
Ο εμπειρογνώμονας επισημαίνει επίσης ότι δεν υπάρχουν επιστημονικές μελέτες σχετικά με την απόσταση μεταξύ τους εκτός της ιατρικής περίθαλψης των ασθενών. Συνοπτικά, κατά τη γνώμη της, για την πεποίθηση του δικαστηρίου, μπορούν να θεσπιστούν μόνο οι ακόλουθοι κανόνες:
1. Η τήρηση απόστασης περίπου 1,5 m (1 – 2 m) σε περίπτωση επαφής vis-à-vis, εάν ένα από τα δύο άτομα έχει συμπτώματα κρυολογήματος, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα λογικό μέτρο. Ωστόσο, δεν είναι αποδεδειγμένο με την επιστημονική έννοια- υπάρχουν μόνο ενδείξεις ή μπορεί να χαρακτηριστεί ως εύλογο ότι είναι ένα αποτελεσματικό μέτρο για την προστασία από την επαφή με παθογόνους μικροοργανισμούς μέσω σταγονιδίων αναπνευστικής έκκρισης, εάν το άτομο που έρχεται σε επαφή έχει συμπτώματα κρυολογήματος. Από την άλλη πλευρά, μια απόσταση γύρω από το σώμα δεν είναι χρήσιμη για την προστασία του εαυτού σας όταν το άτομο που έρχεστε σε επαφή είναι κρυωμένο.
2. Η τήρηση μιας αποστάσεως ή ακόμη και μόνο σε απόσταση οπτικής επαφής περίπου 1,5 μ. (1 – 2 μ.), εάν κανένα από τα παρόντα άτομα δεν έχει σημάδια κρυολογήματος, δεν υποστηρίζεται από επιστημονικά δεδομένα. Ωστόσο, αυτό εμποδίζει σοβαρά τη συνύπαρξη των ανθρώπων και ιδίως την ανέμελη επαφή μεταξύ των παιδιών, χωρίς κανένα προφανές όφελος όσον αφορά την προστασία από τη μόλυνση.
3. Οι στενές επαφές, δηλαδή κάτω από 1,5 μ. (1-2 μ.), μεταξύ μαθητών ή μεταξύ δασκάλων και μαθητών ή μεταξύ συναδέλφων στην εργασία κ.λπ. δεν αποτελούν ωστόσο κίνδυνο ακόμη και αν ο ένας από τους δύο επαφίους έχει συμπτώματα κρυολογήματος, διότι η διάρκεια αυτών των επαφών στο σχολείο ή ακόμη και μεταξύ ενηλίκων κάπου σε δημόσιο χώρο είναι πολύ μικρή για να υπάρξει μετάδοση με σταγονίδια. Αυτό αποδεικνύεται επίσης από μελέτες από νοικοκυριά όπου, παρά τη στενή συμβίωση με πολυάριθμες επαφές με το δέρμα και τους βλεννογόνους, λίγα μέλη του νοικοκυριού αρρωσταίνουν όταν ένα από αυτά έχει αναπνευστική λοίμωξη”.
Το δικαστήριο ακολουθεί επίσης την εκτίμηση του καθηγητή Kappstein σχετικά με τα ποσοστά μετάδοσης των συμπτωματικών, των προσυμπτωματικών και των ασυμπτωματικών ατόμων. Γράφει:
“Οι προσυμπτωματικές μεταδόσεις είναι πιθανές, σύμφωνα με την ίδια, αλλά όχι αναπόφευκτες. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την ίδια, είναι σημαντικά χαμηλότερες κατά την αξιολόγηση πραγματικών σεναρίων επαφής από ό,τι κατά τη μαθηματική μοντελοποίηση.
Από μια συστηματική ανασκόπηση με μετα-ανάλυση σχετικά με τη μετάδοση του Corona σε νοικοκυριά που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2020, αντιπαραβάλλεται ένα υψηλότερο αλλά όχι υπερβολικό ποσοστό μετάδοσης σε συμπτωματικές περιπτώσεις δείκτη 18% με μια εξαιρετικά χαμηλή μετάδοση σε ασυμπτωματικές περιπτώσεις μόλις 0,7%. Επομένως, η πιθανότητα να μεταδίδουν τον ιό ασυμπτωματικοί άνθρωποι, που παλαιότερα αναφέρονταν ως υγιείς άνθρωποι, δεν έχει νόημα“.
Συνοπτικά, το δικαστήριο αναφέρει: “Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι μάσκες προσώπου διαφόρων τύπων μπορούν να μειώσουν καθόλου ή έστω αισθητά τον κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό SARS-CoV-2. Η δήλωση αυτή ισχύει για άτομα όλων των ηλικιών, συμπεριλαμβανομένων ων παιδιών και των εφήβων, καθώς και για ασυμπτωματικά, προσυμπτωματικά και συμπτωματικά άτομα.
Αντιθέτως, υπάρχει η πιθανότητα η ακόμη συχνότερη επαφή χεριού-προσώπου όταν φοράτε μάσκες να αυξάνει τον κίνδυνο να έρθει ο ίδιος σε επαφή με το παθογόνο ή να έρθουν σε επαφή με αυτό οι συνάνθρωποί του. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μόλυνσης για τον κανονικό πληθυσμό, είτε δημόσια είτε ιδιωτικά, που θα μπορούσε να μειωθεί με τη χρήση μάσκας προσώπου (ή άλλων μέτρων). Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις απόστασης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο μόλυνσης. Αυτό ισχύει για άτομα όλων των ηλικιών, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των εφήβων”.
Ακόμη και μετά τα εκτενή ευρήματα του εμπειρογνώμονα καθηγητή Dr. Kuhbandner, δεν υπάρχουν, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, “μέχρι στιγμής επιστημονικά στοιχεία υψηλής ποιότητας που να αποδεικνύουν ότι ο κίνδυνος μόλυνσης μπορεί να μειωθεί σημαντικά με τη χρήση μάσκας προσώπου. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του εμπειρογνώμονα, οι συστάσεις του RKI και η κατευθυντήρια γραμμή S3 των επαγγελματικών εταιρειών βασίζονται σε μελέτες παρατήρησης, εργαστηριακές μελέτες για την επίδραση του φίλτρου και μελέτες μοντελοποίησης, οι οποίες παρέχουν μόνο χαμηλή και πολύ χαμηλή τεκμηρίωση, επειδή από τις μελέτες αυτές δεν μπορούν να εξαχθούν πραγματικά έγκυρα συμπεράσματα σχετικά με την επίδραση των μασκών στην καθημερινή ζωή και στα σχολεία λόγω της υποκείμενης μεθοδολογίας. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των επιμέρους μελετών είναι ετερογενή και οι πρόσφατες μελέτες παρατήρησης παρέχουν επίσης αντιφατικά ευρήματα”.
Ο δικαστής αναφέρει: “Επιπλέον, η επιτεύξιμη έκταση της μείωσης του κινδύνου μόλυνσης με τη χρήση μάσκας στα σχολεία είναι από μόνη της πολύ μικρή, επειδή οι μολύνσεις εμφανίζονται πολύ σπάνια στα σχολεία ακόμη και χωρίς μάσκες. Κατά συνέπεια, η απόλυτη μείωση του κινδύνου είναι τόσο μικρή ώστε μια πανδημία δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με τον κατάλληλο τρόπο… Σύμφωνα με τις εξηγήσεις του εμπειρογνώμονα, τα σημερινά υποτιθέμενα αυξανόμενα ποσοστά μόλυνσης μεταξύ των παιδιών είναι πολύ πιθανό να οφείλονται στο γεγονός ότι ο αριθμός των τεστ μεταξύ των παιδιών αυξήθηκε σημαντικά τις προηγούμενες εβδομάδες. Δεδομένου ότι ο κίνδυνος μόλυνσης στα σχολεία είναι από μόνος του πολύ μικρός, ακόμη και μια πιθανή αύξηση του ποσοστού μόλυνσης με τη νέα παραλλαγή του ιού B.1.1.7 στην τάξη μεγέθους που υποτίθεται στις μελέτες δεν αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της εξάπλωσης του ιού στα σχολεία. Αυτό το μικρό όφελος αντισταθμίζεται από τις πολυάριθμες πιθανές παρενέργειες όσον αφορά τη σωματική, ψυχολογική και κοινωνική ευημερία των παιδιών, από τις οποίες θα πρέπει να υποφέρουν πολλά παιδιά προκειμένου να αποφευχθεί μια μόνο μόλυνση. Αυτές εκτίθενται λεπτομερώς από τον εμπειρογνώμονα με βάση, μεταξύ άλλων, το μητρώο παρενεργειών που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Monatsschrift Kinderheilkunde”.
2. Την ακαταλληλότητα των δοκιμών PCR και των ταχέων δοκιμών για τη μέτρηση της επίπτωσης της λοίμωξης
Όσον αφορά το τεστ PCR, το δικαστήριο γράφει: “Η πραγματογνώμονας καθηγήτρια Dr. med. Kappstein επισημαίνει ήδη στην πραγματογνωμοσύνη της ότι το τεστ PCR που χρησιμοποιείται μπορεί να ανιχνεύσει μόνο γενετικό υλικό, αλλά όχι αν το RNA προέρχεται από ιούς που είναι ικανοί να αναπαραχθούν και, συνεπώς, ικανοί να πολλαπλασιαστούν.
Επίσης, η εμπειρογνώμονας Prof. Dr. rer. biol. hum. Η Kämmerer επιβεβαιώνει στην πραγματογνωμοσύνη της για τη μοριακή βιολογία ότι η εξέταση PCR -ακόμη και αν διενεργηθεί σωστά-δεν μπορεί να παράσχει καμία πληροφορία σχετικά με το αν ένα άτομο έχει μολυνθεί από ενεργό παθογόνο ή όχι. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η εξέταση δεν μπορεί να διακρίνει μεταξύ “νεκρής” ύλης, π.χ. ένα εντελώς ακίνδυνο τμήμα γονιδιώματος ως απομεινάρι της καταπολέμησης ενός κρυολογήματος ή μιας γρίπης από το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού (τέτοια τμήματα γονιδιώματος μπορούν να βρεθούν ακόμη και πολλούς μήνες μετά την “αντιμετώπιση” του προβλήματος από το ανοσοποιητικό σύστημα) και “ζωντανής” ύλης, π.χ. έναν “φρέσκο” ιό ικανό να αναπαραχθεί.
Για παράδειγμα, η PCR χρησιμοποιείται επίσης στην εγκληματολογία για την ενίσχυση υπολειμματικού DNA από υπολείμματα μαλλιών ή άλλα ιχνοστοιχεία με τη βοήθεια της PCR κατά τρόπο ώστε να μπορεί να προσδιοριστεί η γενετική προέλευση του δράστη ή των δραστών (“γενετικό αποτύπωμα”).
Ακόμη και αν όλα γίνουν “σωστά” κατά την εκτέλεση της PCR, συμπεριλαμβανομένων όλων των προπαρασκευαστικών βημάτων (σχεδιασμός και δημιουργία PCR, συλλογή δείγματος, προετοιμασία και εκτέλεση PCR), και η εξέταση είναι θετική, δηλαδή ανιχνεύει μια αλληλουχία γονιδιώματος που μπορεί να υπάρχει και σε έναν ή ακόμη και στον συγκεκριμένο ιό “Corona” (SARS-CoV-2), αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το άτομο που εξετάστηκε θετικά έχει μολυνθεί από έναν αναπαραγόμενο SARS-CoV-2 και είναι επομένως μολυσματικό = επικίνδυνο για άλλα άτομα.
Αντίθετα, η ανίχνευση της ενεργού λοίμωξης από τον SARS-CoV-2 απαιτεί τη χρήση άλλων, πιο ειδικών διαγνωστικών μεθόδων, όπως η απομόνωση αναπαραγώγιμων ιών.
Ανεξάρτητα από τη βασική αδυναμία ανίχνευσης μιας λοίμωξης από τον ιό SARS-CoV-2 μέσω της εξέτασης PCR, τα αποτελέσματα μιας εξέτασης PCR, σύμφωνα με την εμπειρογνώμονα καθηγητή Dr. Kämmerer, εξαρτώνται από μια σειρά παραμέτρων που, αφενός, προκαλούν σημαντικές αβεβαιότητες και, αφετέρου, μπορούν να χειραγωγηθούν σκόπιμα κατά τρόπο ώστε να προκύψουν πολλά ή λίγα (φαινομενικά) θετικά αποτελέσματα.
Από αυτές τις πηγές σφάλματος, πρέπει να επισημανθούν δύο παράμετροι.
Μία απο αυτές είναι ο αριθμός των γονιδίων-στόχων που πρέπει να εξεταστούν. Αυτό μειώθηκε διαδοχικά από τα αρχικά τρία σε ένα, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ΠΟΥ. Η εμπειρογνώμονας υπολογίζει ότι η χρήση ενός μόνο γονιδίου-στόχου προς δοκιμή σε έναν μικτό πληθυσμό 100.000 δοκιμών με ούτε ένα άτομο που έχει πράγματι μολυνθεί οδηγεί σε 2.690 ψευδώς θετικά αποτελέσματα λόγω ενός μέσου ποσοστού σφάλματος που προσδιορίζεται σε μια συνεχόμενη διεργαστηριακή σύγκριση . Η χρήση 3 γονιδίων-στόχων θα είχε ως αποτέλεσμα μόνο 10 ψευδώς θετικά αποτελέσματα.
Εάν οι 100.000 έλεγχοι που διενεργήθηκαν ήταν αντιπροσωπευτικοί 100.000 πολιτών μιας πόλης/περιφέρειας εντός 7 ημερών, αυτή η μείωση των γονιδίων-στόχων που χρησιμοποιήθηκαν θα είχε ως αποτέλεσμα μια διαφορά 10 ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων σε σύγκριση με 2690 ψευδώς θετικά αποτελέσματα όσον αφορά την “ημερήσια συχνότητα” και, ανάλογα με αυτό, τη σοβαρότητα των περιορισμών στην ελευθερία των πολιτών που λαμβάνονται.
Εάν ο σωστός “αριθμός-στόχος” των τριών ή ακόμη καλύτερα (όπως π.χ. στην Ταϊλάνδη) έως και 6 γονιδίων είχε χρησιμοποιηθεί σταθερά για την ανάλυση PCR, το ποσοστό των θετικών δοκιμών και, συνεπώς, η “επίπτωση 7 ημερών” θα είχε σχεδόν μηδενιστεί.
Μια άλλη πηγή σφάλματος είναι η λεγόμενη τιμή ct, δηλαδή ο αριθμός των βημάτων ενίσχυσης/διπλασιασμού μέχρι τα οποία η εξέταση εξακολουθεί να θεωρείται “θετική”.
Η εμπειρογνώμονας επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την ομόφωνη επιστημονική γνώμη, όλα τα “θετικά” αποτελέσματα που εντοπίζονται μόνο από έναν κύκλο 35 δεν έχουν καμία επιστημονική (δηλαδή: καμία τεκμηριωμένη) βάση. Στο εύρος τιμών ct 26-35, η εξέταση μπορεί να θεωρηθεί θετική μόνο εάν συγκριθεί με ιική καλλιέργεια. Η δοκιμή RT-qPCR για την ανίχνευση του SARS-CoV-2 από την άλλη πλευρά, η οποία διαδόθηκε παγκοσμίως με τη βοήθεια του ΠΟΥ, ορίστηκε (και μετά από αυτήν όλες οι άλλες δοκιμές που βασίζονται σε αυτήν ως πρότυπο) σε 45 κύκλους χωρίς να ορίζεται μια τιμή ct για το “θετικό”.
Επιπλέον, κατά τη χρήση της δοκιμασίας RT-q-PCR πρέπει να τηρείται η ενημερωτική ανακοίνωση του ΠΟΥ για τους χρήστες IVD 2020/05 (αριθ. 12 της νομικής ανακοίνωσης της δίκης). Σύμφωνα με αυτήν, εάν το αποτέλεσμα της εξέτασης δεν αντιστοιχεί στα κλινικά ευρήματα ενός εξεταζόμενου ατόμου, πρέπει να ληφθεί νέο δείγμα και να διενεργηθεί περαιτέρω εξέταση καθώς και διαφορική διάγνωση- μόνο τότε μπορεί να υπολογιστεί μια θετική εξέταση σύμφωνα με αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές.
Σύμφωνα με τη γνώμη του εμπειρογνώμονα, ούτε οι ταχείες αντιγονικές δοκιμές που χρησιμοποιούνται για τη μαζική δοκιμή μπορούν να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη μολυσματικότητα, καθώς μπορούν να ανιχνεύσουν μόνο πρωτεϊνικά συστατικά χωρίς καμία σχέση με έναν άθικτο, αναπαραγώγιμο ιό.
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκτίμηση της μολυσματικότητας των εξεταζόμενων ατόμων, η αντίστοιχη θετική δοκιμή (παρόμοια με την RT-qPCR) θα πρέπει να συγκριθεί μεμονωμένα με την καλλιεργησιμότητα των ιών από το δείγμα της δοκιμής, πράγμα αδύνατο υπό τις εξαιρετικά μεταβλητές και μη επαληθεύσιμες συνθήκες δοκιμής.
Τέλος, η εμπειρογνώμονας επισημαίνει ότι η χαμηλή εξειδίκευση των εξετάσεων προκαλεί υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, τα οποία έχουν περιττές συνέπειες για το προσωπικό (καραντίνα) και την κοινωνία (π.χ. κλειστά σχολεία, “αναφορές επιδημίας”), μέχρι να αποδειχθούν ψευδείς συναγερμοί. Το φαινόμενο του σφάλματος, δηλαδή ο μεγάλος αριθμός ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, είναι ιδιαίτερα έντονο στις δοκιμές σε άτομα χωρίς συμπτώματα.
Πρέπει να επισημανθεί ότι η χρησιμοποιούμενη δοκιμή PCR, καθώς και οι ταχείες δοκιμές αντιγόνου, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων, δεν είναι κατ’ αρχήν κατάλληλες για την ανίχνευση μόλυνσης από τον ιό SARS-CoV-2. Επιπλέον, υπάρχουν οι περιγραφείσες και άλλες πηγές σφάλματος με σοβαρές επιπτώσεις που αναφέρονται στη γνωμοδότηση εμπειρογνωμόνων, έτσι ώστε να μην υπάρχει επαρκής ανίχνευση της λοίμωξης με SARS-CoV-2 στη Θουριγγία (και σε εθνικό επίπεδο).
Σε κάθε περίπτωση, ο όρος “Συχνότητα περιστατικών” χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τον κρατικό νομοθέτη. Για τον όρο “Συχνότητα περιστατικών” νοείται στην πραγματικότητα η εμφάνιση νέων ασθενειών σε μια (επανειλημμένα εξετασθείσα και, εάν είναι απαραίτητο, ιατρικά εξετασθείσα) καθορισμένη ομάδα ατόμων σε μια καθορισμένη χρονική περίοδο, βλ. αριθ. 11 των νομικών σημειώσεων του δικαστηρίου. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, απροσδιόριστες ομάδες ατόμων εξετάζονται σε απροσδιόριστες χρονικές περιόδους, έτσι ώστε και τα δύο στοιχεία που παρουσιάζονται ως “συχνότητα περιστατικών” είναι απλώς δεδομένα απλής αναφοράς.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με μια μετα-μελέτη του ιατρικού επιστήμονα και στατιστικολόγου Γιάννη Ιωαννίδη, ενός από τους πιο πολυαναφερόμενους επιστήμονες στον κόσμο, που δημοσιεύθηκε σε δελτίο του ΠΟΥ τον Οκτώβριο του 2020, το ποσοστό θνησιμότητας από τη μόλυνση είναι 0,23%, το οποίο δεν είναι υψηλότερο από ό,τι στις μέτριες επιδημίες γρίπης.
Ο Ιωαννίδης κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα, σε μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2021, ότι το lockdown δεν έχει κανένα σημαντικό όφελος.
3. Την παραβίαση του δικαιώματος του πληροφοριακού αυτοπροσδιορισμού με τα ταχύρρυθμα τεστ στα σχολεία
Το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού ως μέρος του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας του άρθρου 2 παράγραφος 1 του γερμανικού συντάγματος είναι το δικαίωμα του ατόμου να καθορίζει ο ίδιος θεμελιωδώς τη δημοσιοποίηση και τη χρήση των προσωπικών του δεδομένων. Τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα περιλαμβάνουν επίσης ένα αποτέλεσμα δοκιμής.
Επιπλέον, ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι ένα προσωπικό “δεδομένο” υγείας κατά την έννοια του κανονισμού για την προστασία δεδομένων (DSGVO), το οποίο ουσιαστικά δεν αφορά κανέναν.
Αυτή η καταπάτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι επίσης αντισυνταγματική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, δεδομένων των συγκεκριμένων διαδικασιών της διαδικασίας εξέτασης στα σχολεία, φαίνεται αναπόφευκτο ότι πολλά άλλα άτομα (συμμαθητές, καθηγητές, άλλοι γονείς) θα λάβουν γνώση ενός “θετικού” αποτελέσματος εξέτασης, για παράδειγμα.
Αυτό ισχύει επίσης όταν παρόμοια εμπόδια με τέστ υψώνονται για την πρόσβαση σε εμπορικές ή πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Επιπλέον, τυχόν υποχρεωτικές εξετάσεις μαθητών σύμφωνα με την πολιτειακή νομοθεσία δεν καλύπτονται ήδη από τον νόμο περί προστασίας από τις λοιμώξεις – ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο τελευταίος υπόκειται σε σημαντικές συνταγματικές ανησυχίες. Σύμφωνα με το άρθρο 28 του IfSG, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα με τον τρόπο που ορίζεται σε αυτό, εάν εντοπίζονται “άρρωστα άτομα, ύποπτα για ασθένεια άτομα, άτομα για τα οποία υπάρχουν υποψίες ότι έχουν μολυνθεί ή εκκρίσεις“. Σύμφωνα με το άρθρο 29 IfSG, τα πρόσωπα αυτά μπορούν να υποβληθούν σε παρακολούθηση και πρέπει στη συνέχεια να ανεχθούν τις απαραίτητες εξετάσεις.
Με την απόφασή του της 02.03.2021, αρ. πρ.: 20 NE 21.353, το Βαυαρικό Διοικητικό Εφετείο απέρριψετην ιδέα να θεωρούνται εξαρχής οι εργαζόμενοι σε οίκους ευγηρίας ασθενείς, ύποπτοι για ασθένεια ή εκκρίσεις. Αυτό θα πρέπει να ισχύει και για τους μαθητές. Ωστόσο, η ταξινόμηση ως ύποπτη για μόλυνση είναι επίσης εκτός συζήτησης. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, όποιος έχει έρθει σε επαφή με μολυσμένο άτομο με επαρκή βαθμό πιθανότητας θεωρείται ύποπτος μόλυνσης κατά την έννοια του άρθρου 2 αριθ. 7 IfSG- μια απλή απομακρυσμένη πιθανότητα δεν αρκεί. Είναι απαραίτητο η υπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει έρθει σε επαφή με παθογόνους μικροοργανισμούς να είναι πιο πιθανή από το αντίθετο. Ο αποφασιστικός παράγοντας για την υποψία μόλυνσης είναι αποκλειστικά η πιθανότητα προηγούμενης διαδικασίας μόλυνσης, βλ. απόφαση της 22.03.2012 – 3 C 16/11 – juris RF no. 31. Η BayVGH, ό.π., απέρριψε αυτό το ενδεχόμενο για τους εργαζόμενους σε νοσηλευτικά επαγγέλματα. Τίποτα άλλο δεν ισχύει για τους μαθητές”.
4. Tο δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση και τη σχολική φοίτηση
Όσον αφορά το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση, ο δικαστής δήλωσε: “Οι μαθητές δεν υπόκεινται μόνο στην υποχρεωτική σχολική εκπαίδευση σύμφωνα με το νόμο του ομόσπονδου κράτους, αλλά έχουν επίσης νομικό δικαίωμα στην εκπαίδευση και τη φοίτηση. Αυτό προκύπτει επίσης από τα άρθρα 28 και 29 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία αποτελεί εφαρμοστέο δίκαιο στη Γερμανία. Σύμφωνα με αυτό, όλα τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει όχι μόνο να καταστήσουν υποχρεωτική και δωρεάν τη φοίτηση στο δημοτικό σχολείο για όλους, αλλά και να προωθήσουν την ανάπτυξη διαφόρων μορφών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης, να τις καταστήσουν διαθέσιμες και προσιτές (!) σε όλα τα παιδιά και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, όπως η καθιέρωση δωρεάν εκπαίδευσης και η παροχή οικονομικής στήριξης σε περιπτώσεις ανάγκης. Πρέπει να τηρούνται οι εκπαιδευτικοί στόχοι του άρθρου 29 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού“.
5. Συμπέρασμα
Ο δικαστής συνόψισε την απόφασή του ως εξής:
“Ο εξαναγκασμός που επιβάλλεται στα παιδιά των σχολείων να φορούν μάσκες και να κρατούν αποστάσεις μεταξύ τους και από τρίτα πρόσωπα βλάπτει τα παιδιά σωματικά, ψυχολογικά, παιδαγωγικά και στην ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, χωρίς να αντισταθμίζεται από κάτι περισσότερο από ένα οριακό όφελος στην καλύτερη περίπτωση για τα ίδια τα παιδιά ή τα τρίτα πρόσωπα. Τα σχολεία δεν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο συμβάν της “πανδημίας”.
Οι δοκιμές PCR και οι ταχείες δοκιμές που χρησιμοποιούνται δεν είναι κατάλληλες από μόνες τους, κατ’ αρχήν και ήδη στην προσέγγιση, για να προσδιορίσουν μια “μόλυνση” με τον ιό SARS-CoV-2. Αυτό προκύπτει ήδη από τους υπολογισμούς του Ινστιτούτου Robert-Koch σύμφωνα με τις εξηγήσεις στις γνωμοδοτήσεις των εμπειρογνωμόνων. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του RKI, όπως αναφέρει ο πραγματογνώμονας καθηγητής Dr. Kuhbandner, η πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος πραγματικά όταν λαμβάνει θετικό αποτέλεσμα σε μαζικές εξετάσεις με ταχείες δοκιμασίες, ανεξάρτητα από τα συμπτώματα, είναι μόνο δύο τοις εκατό σε μια επίπτωση 50 (ειδικότητα της δοκιμής 80%, ευαισθησία της δοκιμής 98%). Αυτό θα σήμαινε ότι για κάθε δύο πραγματικά θετικά αποτελέσματα ταχείας εξέτασης θα υπήρχαν 98 ψευδώς θετικά αποτελέσματα ταχείας εξέτασης, τα οποία θα έπρεπε να επανεξεταστούν με εξέταση PCR.
Δεν μπορεί να επιβληθεί ο (τακτικός) εξαναγκασμός σε μαζικές εξετάσεις ασυμπτωματικών παιδιών, δηλαδή υγιών ανθρώπων, χωρίς καμία ιατρική ένδειξη, διότι είναι δυσανάλογος με το αποτέλεσμα που μπορεί να επιτευχθεί. Ταυτόχρονα, ο τακτικός εξαναγκασμός σε εξετάσεις θέτει τα παιδιά υπό ψυχολογική πίεση, διότι έτσι δοκιμάζεται συνεχώς η ικανότητά τους να παρακολουθούν το σχολείο“.
Τέλος, ο δικαστής παρατηρεί: “Με βάση έρευνες στην Αυστρία, όπου δεν φοράνε τα παιδιά μάσκες στα δημοτικά σχολεία, αλλά διεξάγονται ταχείες εξετάσεις τρεις φορές την εβδομάδα σε όλη τη χώρα, προκύπτει από τις εξηγήσεις του εμπειρογνώμονα καθηγητή Dr. Kuhbandner: 100.000 μαθητές δημοτικών σχολείων θα πρέπει να υποστούν όλες τις παρενέργειες της χρήσης μάσκας για μια εβδομάδα, για να αποτρέψουν μία μόνο μόλυνση την εβδομάδα. Το να αποκαλέσουμε το αποτέλεσμα αυτό απλώς δυσανάλογο θα ήταν μια εντελώς ανεπαρκής περιγραφή. Αντίθετα, δείχνει ότι ο κρατικός νομοθέτης που ρυθμίζει αυτόν τον τομέα έχει περιπέσει σε μια άγνοια και αποχή απο τα γεγονότα που έχει λάβει ιστορικές διαστάσεις“.
Leave A Comment